Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία

См. также в других словарях:

  • προσστέλλω — ΜΑ (η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, η, ον α) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.) (αρχ) 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»